- αρνησίχριστος
- ο (Μ ἀρνησίχριστος)αυτός που αρνείται τον Χριστό ή που δεν παραδέχεται τη θεότητά του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek